βαρβαρώδης

Revision as of 20:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ες, A barbaric, Sch.Ar.Pax752: Comp., Tz.H.4.601.

German (Pape)

[Seite 433] ες, barbarisch, Schol. Ar. Pax 752.

Greek (Liddell-Scott)

βαρβαρώδης: -ες, (εἶδος) βαρβαρικός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 753.

Spanish (DGE)

-ες bárbaro Sch.Ar.Pax 753, Tz.H.4.600.

Greek Monolingual

βαρβαρώδης, -ες (Μ) βάρβαρος
βάρβαρος στους τρόπους ή στο είδος.