βαρβαρικός

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαρβᾰρικός Medium diacritics: βαρβαρικός Low diacritics: βαρβαρικός Capitals: ΒΑΡΒΑΡΙΚΟΣ
Transliteration A: barbarikós Transliteration B: barbarikos Transliteration C: varvarikos Beta Code: barbariko/s

English (LSJ)

βαρβαρική, βαρβαρικόν,
A barbaric, non-Greek, χείρ Simon.136; ψυκτήρ OGI214.47 (Didyma, Seleucus I); τὸ βαρβαρικόν = οἱ βάρβαροι, Th.1.6, 7.29; τὰ βαρβαρικὰ ἔθνη = barbarian tribes Arist.Pol.1257a25, etc.; νόμιμα βαρβαρικά = barbarian laws, law of the barbarians, leges barbarorum, name of a treatise by Aristotle; νόμοι λίαν ἁπλοῖ καὶ βαρβαρικοί Pol.1268b40; especially of the Persians, X.An.1.5.6; ἐς τὸ βαρβαρικόν = in barbaric fashion, Luc.D Mort. 27.3; βαρβαρικὴ ἐπιδρομή = inroad of barbarians, P Masp.321.5 (vi A. D.); ἐς τὸ βαρβαρικώτερον = more in the Persian fashion, Arr.An.4.8.2: Sup. βαρβαρικώτατος Sch.Th.7.29. Adv., ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς, i.e. both in Persian and Greek, X.An.1.8.1, cf. Phld.Lib.p.13 O.; κεκλημένον βαρβαρικῶς = called in the language of the country, Arist.Mir.846a32; in foreign fashion, App. Hisp.72.
II barbarous, violent, πένθη Plu.2.114e. Adv. βαρβαρικῶς = barbarously, ὠμῶς καὶ βαρβαρικῶς Id.Dio 35: Comp. βαρβαρικώτερον Id.Alex.2.

Spanish (DGE)

(βαρβᾰρικός) -ή, -όν
I 1bárbaro, extranjero ref. a la lengua ὄνομα del n. del Erídano, Hdt.3.115 (var.), πῦρ Pl.Cra.410a, φωνή Pl.Cra.421d, X.Eph.1.5.7, IMEG 170.12, cf. 168.24 (ambas imper.), ᾠδαί D.C.79.11.3, γράμματα Artem.1.53, cf. Clem.Al.Strom.1.9.44
al ejército στρατός Hdt.7.158, cf. 9.59, δύναμις D.23.132, cf. D.C.41.8.6, 75.11.2, fig. χείρ Simon.65.4D., cf. SEG 34.1271.6 (Paflagonia III d.C.), δεσποτεία Isoc.5.154, a las armas μάχαιρα Call.Del.173, cf. Theopomp.Hist.263a
a ciudades y pueblos πόλεις Pl.Criti.52e, τόπος Pl.R.499c, χωρίον Th.7.60
γένος Th.7.29, D.C.76.1.5, ἔθνη Arist.Pol.1257a25, cf. SEG 31.641 (Tesalónica IV d.C.), αἷμα CIRB 13.6 (II/I a.C.?), ἐν Ἀλεξανδρείᾳ οὐκ ἤμην, ἄλλα ἔξω ἐν [μέρει] βαρβαρικῷ SB 12571.7 (IV d.C.)
a objetos, arquitectura y vestido εἶδος del templo de Posidón en la Atlántida, Pl.Criti.116d, ἐσθής D.C.79.11.2, Artem.2.3, ψυκτήρ Didyma 424.47 (III a.C.), a instituciones νόμοι Arist.Pol.1268b40, νόμιμα βαρβαρικά tít. de una obra de Arist., cf. Fr.604, 605
gener. σχοῖνος del esqueno, medida de longitud de 65 estadios, Hero Geom.4.13
ὅρος frontera con los bárbaros Wilcken Chr.424.1.24 (IV d.C.)
ἐπιδρομή invasión de los bárbaros Hero Geom.4.13
βαρβαρικοὶ φόβοι los miedos provocados por los bárbaros Plb.3.3.5, πρεσβείας Ἑλληνικὰς καὶ βαρβαρικὰς πολλάς (habiendo llevado a cabo) muchas misiones en Grecia y en el extranjero, IHistriae 12.9 (III a.C.)
subst. τὸ βαρβαρικόν = idioma extranjero Pl.Cra.416a, cf. X.HG 5.4.1, τὰ βαρβαρικά palabras bárbaras Pl.Cra.426a
τὸ βαρβαρικόν, τὰ βαρβαρικά el bárbaro, los bárbaros Th.1.6, 7.29, X.An.1.5.6, como tít. de una obra de Quérilo de Samos POxy.1399, ref. a los pueblos fuera del límite del imperio romano CChalc.Can.28, ἐς τὸ βαρβαρικόν al modo bárbaro Luc.DMort.27.3, Arr.An.4.8.2.
2 bárbaro, brutal ἐν βορβόρῳ βαρβαρικῷ τινὶ τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα κατορωρυγμένον Pl.R.513d, πένθη Plu.2.114d, μάχη Plb.3.115.2, ὠμὸν ... καὶ βαρβαρικόν Plb.11.5.6, συλλογισμὸν Ἰβηρικὸν καὶ βαρβαρικόν por su astucia elemental y retorcida, Plb.3.98.3, cf. Fr.6.
II adv. βαρβαρικῶς
1 en lengua bárbara o extranjera X.An.1.8.1, κεκλημένον β. Arist.Mir.846a32, cf. Phld.Lib.p.13, del epitafio de Sardanápalo, D.S.2.23.
2 al modo bárbaro, a la moda bárbara D.S.78.3.3.
3 bárbara, brutalmente Plu.Dio.35, op. βασιλικῶς D.C.76.1.2.

German (Pape)

[Seite 432] ausländisch, bes. ungriechisch, τὸ βαρβαρικόν, entgeggstzt τὸ Ἑλληνικόν, die Barbaren, Thuc. 1, 6, vgl. 7, 29, u. so bei allen Folgdn; Xen. An. τὸ βαρβαρικόν, das Perserheer. Bei Sp. auch nach Weise der Barbaren, roh, Luc. ἐς τὸ βαρβαρικὸνἤχθετο D. Mort. 29, 3; βαρβαρικῶς Plut. Camill. 40; ἐς τὸ βαρβαρικώτερον Arr. An. 4, 8, 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 d'étranger, de barbare, qui concerne les étrangers ou les barbares ; τὸ βαρβαρικόν, les barbares;
2 fig. barbare, cruel : τὸ βαρβαρικόν LUC manière barbare.
Étymologie: βάρβαρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρβαρικός -ή -όν βάρβαρος
1. buitenlands, vreemd, niet-Grieks:; τὰ βαρβαρικὰ ἔθνη de vreemde volkeren Aristot. Pol. 1257a25; subst..; τὸ βαρβαρικὸν (στράτευμα) het niet-Griekse (deel van het) leger Xen. An. 1.3.14; adv. van taal. βαρβαρικῶς ‘in het niet-Grieks' (d.w.z. in het Perzisch) Xen. An. 1.8.1.
2. overdr. buitenlands, d.w.z. onbeschaafd, barbaars:; τὸ... γένος τὸ τῶν Θρᾳκῶν ὁμοῖα τοῖς μάλιστα τοῦ βαρβαρικοῦ... φονικώτατόν ἐστιν het volk der Thraciërs is uiterst bloeddorstig, net zo zeer als de meest bloeddorstigen van de buitenlanders (d.w.z. ze doen voor geen andere buitenlanders onder in bloeddorstigheid) Thuc. 7.29.4; adv.. βαρβαρικῶς op barbaarse wijze Plut. Dion 35.3.

Russian (Dvoretsky)

βαρβᾰρικός:
1 варварский, т. е. негреческий, чужеземный (ἔθνη Arst.; β. καὶ ἔκφυλος Plut.);
2 варварский, грубый, (полу)дикий (οἱ ἀρχαῖοι νόμοι Arst.; πένθη Plut.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βαρβαρικός, -ή, -όν) βάρβαρος
Ι. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε βάρβαρο
αρχ.
βάρβαρος, βίαιος
II. μσν. το ουδ. ως ουσ. οι χώρες των βαρβάρων
αρχ.
το ουδ. ως ουσ.
1. οι βάρβαροι
2. η κακομεταχείριση.

Greek Monotonic

βαρβᾰρικός: -ή, -όν, βάρβαρος, αλλοδαπός, όμοιος με ξένο, αντίθ. προς το Ἑλληνικός, σε Σιμων.· τὸ βαρβαρικόν = οἱ βάρβαροι, σε Θουκ.· ιδίως, λέγεται για τους Πέρσες, σε Ξεν.· επίρρ., ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς, δηλ. και στις δύο γλώσσες, και στα Περσικά και στα Ελληνικά, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

βαρβαρικός: -ή, -όν, ξένοςὅμοιος ξένῳ, ἀντίθ. τῷ Ἑλληνικός, Σιμων. 138· τὸ βαρβαρικόν, = οἱ βάρβαροι Θουκ. 1. 6, πρβλ. 7. 29· τὰ β. ἔθνη Ἀριστ. Πολ. 1. 9, 5, κτλ.· νόμιμα β., leges barbarorum, ὄνομα πραγματείας τινὸς τοῦ Ἀριστ. (Ἀποσπ. 562)· - ἰδίως ἐπὶ τῶν Περσῶν, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 6· ἐς τὸ βαρβαρικώτερον μᾶλλον κατὰ τὸν Περσικὸν τρόπον. Ἀρρ. Ἀν. 4. 8· -ἐπίρρ., ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς, δηλ. καὶ Περσιστὶ καὶ Ἑλληνιστί, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 1· λεγόμενον β., κατὰ τὴν γλῶσσαν τῆς χώρας, Ἀριστ. Θαυμαστ. 159. ΙΙ. βάρβαρος, βίαιος, Πλούτ. 2. 114Ε· τὸ β., βάρβαρος χρῆσις, κακομεταχείρισις, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 3. -Ἐπίρρ. –κῶς, ὠμῶς καὶ β. Πλούτ. Δίων 35.

Middle Liddell

barbaric, foreign, like a foreigner, opp. to Ἑλληνικός, Simon.; τὸ βαρβαρικόν, = οἱ βάρβαροι, Thuc.; especially of the Persians, Xen.:—adv., βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς i. e. both in Persian and Greek, Thuc.

English (Woodhouse)

barbaric, foreign, strange

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

barbaricus, foreign, barbaric, 7.60.2,
barbari, barbarians, 1.6.6, 7.29.4.

Lexicon Thucydideum

barbaricus, foreign, barbaric, 7.60.2,
barbari, barbarians, 1.6.6, 7.29.4.

Translations

barbaric

Albanian: i barbar, i paqytetëruar; Arabic: هَمَجِيّ‎, مُتَوَحِّش‎; Armenian: բարբարոսական; Azerbaijani: barbar, vəhşi; Belarusian: варварскі, барбарскі, барбарынскі, дзі́кі, дзікунскі; Bulgarian: варварски, див; Chinese Mandarin: 野蠻, 野蛮, 殘暴, 残暴, 粗野; Czech: barbarský; Danish: barbarisk; Dutch: barbaars; Estonian: barbaarne; Finnish: raakalaismainen, barbaarinen; French: barbare; Galician: bárbaro; Georgian: ბარბაროსული; German: barbarisch; Greek: βάρβαρος, βαρβαρικός; Ancient Greek: βαρβαρικός; Hebrew: בַּרְבָּרִי‎; Hungarian: barbár; Irish: barbartha, danartha, ainchríostúil; Italian: barbarico, barbaro; Japanese: 野蛮な; Kazakh: варвар, варварлық; Korean: 야만(野蠻)의; Kyrgyz: варвар; Latvian: barbarisks; Lithuanian: barbariškas; Macedonian: варварски; Malayalam: പ്രാകൃത, കിരാത; Norwegian Bokmål: barbarisk; Nynorsk: barbarisk; Persian: وحشیانه‎, وحشی‎, بربری‎; Polish: barbarzyński; Portuguese: bárbaro; Romanian: barbar; Russian: варварский, дикий; Serbo-Croatian Cyrillic: ба̀рбарскӣ, ва̀рварскӣ; Roman: bàrbarskī, vàrvarskī; Slovak: barbarský; Slovene: barbarski; Spanish: barbárico, bárbaro; Swedish: barbarisk; Tajik: ваҳшиёна, ваҳшӣ, барбарӣ; Turkish: barbar; Ukrainian: варварський, дикий, дикунський; Uzbek: vahshiyona, vahshiy; Vietnamese: dã man

brutal

Azerbaijani: qəddar, rəhmsiz, amansız, zalım, mərhəmətsiz; Belarusian: жорсткі, брутальны; Bulgarian: жесток, зверски; Catalan: brutal; Chinese Mandarin: 殘忍, 残忍, 野蠻, 野蛮; Dutch: bruut; Finnish: raaka, kova, brutaali; French: brutal; Galician: brutal; Georgian: სასტიკი, უხეში, მხეცური, არაადამიანური; German: brutal; Greek: κτηνώδης, ζωώδης; Hungarian: brutális; Irish: brúidiúil; Italian: brutale; Latvian: dzīvniecisks, brutāls; Lithuanian: žvėriškas; Maori: tunuhuruhuru, maukino, tūkino; Norman: bruta; Polish: brutalny; Portuguese: brutal; Romanian: brutal; Russian: жестокий, зверский, брутальный; Scottish Gaelic: brùideil; Spanish: brutal; Swedish: brutal; Ukrainian: жорстокий, брутальний