βασανιστικός

Revision as of 20:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ή, όν, A given to or for torturing, Vett.Val.78.15, AB306, EM769.11. 2 for testing, Them. Or.21.247c.

German (Pape)

[Seite 436] zum Foltern gehörig, VLL.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 de pers. torturador ἡγεμόνες βίαιοι βασανιστικοί Vett.Val.75.2.
2 de cosas propio para torturar ξύλον βασανιστικὸν κολαστήριον Hsch.s.u. κυφόν, ὄργανον Phot.s.u. κλιμακίζειν, EM 769.12G., AB 306.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βασανιστικός, -ή, -όν)
αυτός που προκαλεί βάσανα, ταλαιπωρίες
αρχ.
εκείνος που χρησιμοποιείται για έλεγχο, δοκιμασία.