βοηθητέον

Revision as of 20:24, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

A one must help, X.HG6.5.10, D.1.17, etc. II Adj. βοηθητέος, βοηθητέα, βοηθητέον, Jul.Or.7.229a.

Greek (Liddell-Scott)

βοηθητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ βοηθήσῃ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 10, Δημ. 14. 5.

Spanish (DGE)

hay que socorrer c. dat. τοῖς τεθνεῶσι X.HG 6.5.10, cf. D.1.17, ἐπανόρθωσιν ἔχουσι Arist.EN 1165b19, τοῖς λυπουμένοις Lib.Or.39.1, tb. en plu. βοηθητέα γοῦν τῷ ἀνδρί Luc.Lex.20, c. or. final βοηθητέον ὡς τὸ κενὸν πληρώσῃς Hp.Epid.6.5.6.

Greek Monotonic

βοηθητέον: ρημ. επίθ., πρέπει κάποιος να βοηθήσει, σε Ξεν., Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοηθητέον, adj. verb. van βοηθέω, er moet hulp verleend worden.