βληχητά

Revision as of 20:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ῶν, τά, A bleaters, i.e. sheep, Ael.NA2.54; β. τέκνα sheepish lads, Eup.103.

Greek (Liddell-Scott)

βληχητά: -ῶν, τά, τὰ βληχώμενα, δηλ. πρόβατα, Αἰλ. Ζ. Ι. 2. 54· βληχητὰ τέκνα, προβατώδη, μωρά, ἐπὶ τῶν υἱῶν τοῦ Ἱπποκράτους, Εὐπολ. Δημ. 38· οἵτινες καλοῦνται βλιτομάμμαι ὑπὸ Ἀριστοφ. Νεφ. 1001· - ὁ Βασίλ. ἔχει καὶ βληχητικός, ή, όν.