βληχητά

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βληχητά Medium diacritics: βληχητά Low diacritics: βληχητά Capitals: ΒΛΗΧΗΤΑ
Transliteration A: blēchētá Transliteration B: blēchēta Transliteration C: vlichita Beta Code: blhxhta/

English (LSJ)

ῶν, τά, bleaters, i.e. sheep, Ael.NA2.54; β. τέκνα sheepish lads, Eup.103.

Greek (Liddell-Scott)

βληχητά: -ῶν, τά, τὰ βληχώμενα, δηλ. πρόβατα, Αἰλ. Ζ. Ι. 2. 54· βληχητὰ τέκνα, προβατώδη, μωρά, ἐπὶ τῶν υἱῶν τοῦ Ἱπποκράτους, Εὐπολ. Δημ. 38· οἵτινες καλοῦνται βλιτομάμμαι ὑπὸ Ἀριστοφ. Νεφ. 1001· - ὁ Βασίλ. ἔχει καὶ βληχητικός, ή, όν.