βουκέφαλος
English (LSJ)
ον, A bull-headed, epith. of Thessalian horses, τὸν βουκέφαλον καὶ κοππατίαν Ar.Fr.42, cf. 41. 2 = τρίβολος, Ps.-Dsc. 4.15. 3 βουκέφαλον, τό, = foreg., IG2.736B11, Chron.Lind.C.114.
German (Pape)
[Seite 456] ochsenköpfig, Ar. frg. im E. M. 207, 53, eine Art thessal. Pferde; bes. das Leibpferd Alexanders, in macedon. Form βουκεφάλας, Ar. An. 5, 14, 8; Plut. Alex. 61.
Greek (Liddell-Scott)
βουκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων βοὸς κεφαλήν· ἐπιθ. θεσσαλικῶν τινων ἵππων, τὸν βουκέφαλον καὶ κοππατίαν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 135·- Βουκεφάλας, γεν. -ᾱ, ὁ ἵππος τοῦ μεγάλου Ἀλεξάνδρου, Στράβ. 698, Πλούτ. Ἀλεξ. 61.
Greek Monolingual
ο (Α βουκέφαλος)
νεοελλ.
αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι, ο κεφάλας
αρχ.
1. επίθ. άλογο της Θεσσαλίας με μεγάλο κεφάλι
2. ως ουσ. το βουκέφαλον.
Greek Monotonic
βουκέφᾰλος: -ον (κεφαλή), αυτός που έχει κεφάλι βοδιού· επίθ. των Θεσσαλικών αλόγων, σε Αριστοφ.· Βουκεφάλας, γεν. -α, το άλογο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
βουκέφᾰλος: ὁ букефал, «быкоголовый» (порода фессалийских лошадей) Arph.