βουκέφαλος

From LSJ

αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουκέφᾰλος Medium diacritics: βουκέφαλος Low diacritics: βουκέφαλος Capitals: ΒΟΥΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: bouképhalos Transliteration B: boukephalos Transliteration C: voukefalos Beta Code: bouke/falos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, bull-headed, epithet of Thessalian horses, τὸν βουκέφαλον καὶ κοππατίαν Ar. Fr. 42, cf. 41. = τρίβολος (caltrop, three-spiked implement, prickly plant, burr, thistle, threshing-machine, boards with sharp stones fixed in the bottom, water-chestnut, Trapa natans, caltrops, Tribulus terrestris, thorny trefoil, Fagonia cretica, prickly samphire, Echinophora spinosa, a threshing-machine, a board with sharp stones fixed in the bottom, three-tiered), Ps.-Dsc. 4.15.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): βουκεφάλας Bleistreifen 45, 50, 92, 236, 458 (III a.C.), Arch.Ath.Cavalry 43, 106 (III a.C.), Opp.C.1.230
I marcado con una cabeza de toro famosa raza de caballos tesalios ἵπποι Sch.Ar.Nu.23H.
subst. (ὁ) β.: μὴ κλᾶ'· ἐγώ σοι βουκέφαλον ὠνήσομαι Ar.Fr.42, ψῆχ' ἠρέμα τὸν βουκέφαλον καὶ κοππατίαν Ar.Fr.43, cf. Bleistreifen ll.cc., Arch.Ath.Cavalry ll.cc., Hsch.
II subst. τὸ β.
1 cabeza de toro representada en un adorno IG 22.1491.28 (IV a.C.).
2 cráneo de buey sacrificado, presentado como ofrenda Πύρρος βουκέφαλα καὶ ὅπλα ... ἀνέθηκε Timachidas 1C.40, cf. 38.
III bot. subst. ὁ β. abrojo Ps.Dsc.4.15.

German (Pape)

[Seite 456] ochsenköpfig, Ar. frg. im E. M. 207, 53, eine Art thessal. Pferde; bes. das Leibpferd Alexanders, in macedon. Form βουκεφάλας, Ar. An. 5, 14, 8; Plut. Alex. 61.

Russian (Dvoretsky)

βουκέφᾰλος: ὁ букефал, «быкоголовый» (порода фессалийских лошадей) Arph.

Greek (Liddell-Scott)

βουκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων βοὸς κεφαλήν· ἐπιθ. θεσσαλικῶν τινων ἵππων, τὸν βουκέφαλον καὶ κοππατίαν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 135·- Βουκεφάλας, γεν. -ᾱ, ὁ ἵππος τοῦ μεγάλου Ἀλεξάνδρου, Στράβ. 698, Πλούτ. Ἀλεξ. 61.

Greek Monolingual

ο (Α βουκέφαλος)
νεοελλ.
αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι, ο κεφάλας
αρχ.
1. επίθ. άλογο της Θεσσαλίας με μεγάλο κεφάλι
2. ως ουσ. το βουκέφαλον.

Greek Monotonic

βουκέφᾰλος: -ον (κεφαλή), αυτός που έχει κεφάλι βοδιού· επίθ. των Θεσσαλικών αλόγων, σε Αριστοφ.· Βουκεφάλας, γεν. , το άλογο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε Πλούτ.

Middle Liddell

κεφαλή
bull-headed, epithet of Thessalian horses, Ar.