γελωτοποιΐα
English (LSJ)
ἡ, A buffoonery, X.Smp.4.50, Luc.Salt.68, Procop.Arc.15.
German (Pape)
[Seite 480] ἡ, Spaßmacherei, Xen. Conv. 4, 50 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γελωτοποιΐα: ἡ, τὸ νὰ κάμνῃ τις γελοῖα πράγματα, ὅπως διεγείρῃ τὸν γέλωτα τῶν ἄλλων, Ξεν. Συμπ. 4, 50.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
plaisanterie qui provoque le rire, bouffonnerie.
Étymologie: γελωτοποιός.
Greek Monotonic
γελωτοποιΐα: ἡ, γελοιότητα, φαιδρότητα, βωμολοχία, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
γελωτοποιΐα: ἡ шутки, остроты, балагурство Xen.