γιγγλυμώδης

Revision as of 20:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ες, A = γιγγλυμοειδής, Arist.HA529a32.

Greek (Liddell-Scott)

γιγγλῠμώδης: -ες, (εἶδος)= γιγγλυμοειδής, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 4, 22.

Spanish (DGE)

-ες
zool. subst. τὸ γιγγλυμῶδες charnela o juntura de los bivalvos αἱ ... λεπάδες κάτω ἐν τῷ βάθει, τὰ ... δίθυρα ἐν τῷ γιγγλυμώδει Arist.HA 529a31.

Greek Monolingual

γιγγλυμώδης, -ες (Α) [[[γίγγλυμος]])
ο γιγγλυμοειδής.

Russian (Dvoretsky)

γιγγλυμώδης: имеющий вид сочленения Arst.