γομφωτός

Revision as of 21:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ή, όν, A fastened with bolts: πλοῖα γ. ships slightly put together, so that they could be taken to pieces, Str.16.1.11, cf. Aristeas71.

German (Pape)

[Seite 501] zusammengefügt, πλοῖα Strab. XVI, 741; angenagelt, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

γομφωτός: -ή, -όν, διὰ γόμφων συνηρμοσμένος, πλοῖα γ., πλοῖα ἐλαφρῶς συνηρμοσμένα ὥστε καὶ ἠδύναντο νὰ διαλυθῶσιν εἰς τεμάχια, Στράβων 741.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
unido con pernos, fijado con clavos τὰ πλοῖα Str.16.1.11, cf. Aristeas 71
de Cristo clavado en la cruz, Nonn.Par.Eu.Io.19.76.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γομφωτός, -ή, -όν) γομφώ
συναρμολογημένος με καρφιά ή πασσάλους.