γεραιόφρων

Revision as of 21:05, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, (φρήν) A old of mind, sage, A.Supp.361 (lyr., Burges for γεραφρόνων).

Greek (Liddell-Scott)

γεραιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) γέρων τὰς φρένας, σοφός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ 361, κατὰ Burges ἀντὶ γεραφρόνων· πρβλ. παλαιόφρων.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
qui a l’esprit d’un vieillard, càd avisé, prudent.
Étymologie: γεραιός, φρήν.

Spanish (DGE)

-ον
venerable en el saber σὺ δὲ παρ' ὀψιγόνου μάθε γ. A.Supp.361.

Greek Monolingual

γεραιόφρων (-όνος), ο, η (Α)
συνετός.

Russian (Dvoretsky)

γεραιόφρων: ονος adj. умудренный годами, опытный (Aesch. - v. l. к γεραρὸς φρόνων).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεραιόφρων -ον, gen. -ονος γεραιός, φρήν met de geest van een oude man, d.w.z. wijs. Aeschl. Suppl. 361.