γόμφωσις

Revision as of 21:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

εως, ἡ, A bolting together, Sch. Theoc.7.105. II a mode of articulation, Gal.2.738. 2 framework of the body, Eun.VSp.474B.

German (Pape)

[Seite 501] ἡ, das Verbinden durch γόμφοι, Schol. Theocr. 7, 105; vom Knochenverband, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

γόμφωσις: -εως, ἡ, σύμπηξις, συναρμογὴ διὰ γόμφων, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 7. 105. ΙΙ. τρόπος ἀρθρώσεως, Γαλην. 2. 738.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 ensambladura χρίουσι δὲ αὐτῇ τὰς τῶν σανίδων γομφώσεις Sch.Theoc.7.105.
2 anat. gónfosis un tipo de articulación ἡ δὲ γόμφωσις συνάρθρωσίς ἐστι κατ' ἔμπηξιν Gal.2.738
del cuerpo armazón τῆς γομφώσεως καὶ πήξεως διαλυομένης Eun.VS 474.