σύμπηξις

From LSJ

καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπηξις Medium diacritics: σύμπηξις Low diacritics: σύμπηξις Capitals: ΣΥΜΠΗΞΙΣ
Transliteration A: sýmpēxis Transliteration B: sympēxis Transliteration C: sympiksis Beta Code: su/mphcis

English (LSJ)

συμπήξεως, ἡ,
A putting together, constructing, framing, ξύλων Hdn.4.2.6; σύγκρασις καὶ σ. Plu.2.433d, cf. 95b; τοῦ σώματος Aristeas 155; τῆς λέξεως Phld.Po.Herc.994.34; of astrological tables, κανονικαὶ σ. Vett.Val.141.14.
2 condensation, coagulation, γόνου Hp.Aër.19; τοῦ ὑγροῦ Arist.Mu.394a35.

German (Pape)

[Seite 987] ἡ, Zusammenfügung, feste Verbindung; Hdn. 4, 2, 12; καὶ ἑνότης, Plut. de am. mult. p. 293.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
coagulation, consistance.
Étymologie: συμπήγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπηξις: ἡ, τὸ συμπηγνύναι, συντιθέναι, κατασκευή, συγκόλλησις, ξύλων Ἡρῳδιαν. 4. 2· σύγκρισις καὶ σ. Πλούτ. 2. 433D, πρβλ. 95B. 2) συμπύκνωσις, στερεοποίησις, πῆξις, γόνου Ἱππ. π. Ἀέρ. 292. τοῦ ὑγροῦ Ἀριστ. π. Κόσμου 4. 7, πρβλ. π. Φυτ. 2. 1, 2.

Russian (Dvoretsky)

σύμπηξις: εως ἡ
1 сгущение, уплотнение (τοῦ ὑγροῦ Arst.);
2 плотность (τῶν ἁρμῶν Plut.);
3 сплоченность, тж. связь, близость (ἑνότης καὶ σ. Plut.);
4 сочетание (ἀρχῆς καὶ δυνάμεως Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμπηξις -εως, ἡ συμπήγνυμι samenvoeging, constructie. stolling. Hp. Aër. 19.