γύμνασμα

Revision as of 21:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ατος, τό, A an exercise, γ. καὶ ἀσκήματα τῆς ῥητορικῆς D.H.Rh.2.1, cf. J.Ap.1.10, Plu.2.1119d; γ. τῆς ψυχῆς Ph.1.590: in pl., rhetorical text-books, Theo Prog. 1. 2 physical exercises, Ruf. ap. Orib.inc.2.15, Luc.Anach.8,Ath. 10.413c.

German (Pape)

[Seite 509] τό, Uebung, Luc. gymn. 8; τῆς ῥητορικῆς Dion. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

γύμνασμα: τό, ἄσκησις, γύμνασις, ἐφαρμογή, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 1, Πλούτ. 2. 1119D.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 exercice gymnique;
2 exercice de rhétorique.
Étymologie: γυμνάζω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 ejercicio físico πάντας τρόπους ἐξευρίσκειν γυμνασμάτων ἐπιτηδείων ταῖς παρθένοις Ruf. en Orib.Inc.18.15, τῶν γυμνασμάτων δὲ τούτων τὸ μὲν τῷ πηλῷ ἐκεῖνο πάλη καλεῖται Luc.Anach.8, θήρα δὲ αὐτῷ καὶ ἱππασία καὶ ὁπλομαχία συνήθη γυμνάσματα X.Eph.1.1.2, cf. 1.5.1, γ. καὶ μελέτη Plu.2.979a, cf. Ath.413c
como preparación ascética γυμνάσματα συνεχῶς ποιούμενος διωγμῶν Clem.Al.Paed.3.8.41, γυμνάσματα τῶν πολεμικῶν entrenamientos para la guerra Plu.2.639e
fig. peyor. ἀπὸ πολλῶν ... γυμνασμάτων por los muchos ejercicios físicos recibidos ref. a las marcas de los golpes, Aesop.20.1.
2 sg. y plu. ejercicio intelectual γυμνάσματά τε καὶ ἀσκήματα τῆς ῥητορικῆς D.H.Rh.2.1, ἐν σχολῇ μειρακίων γ. ejercicio de jóvenes en la escuela ref. a la historia que escribe Josefo, I.Ap.1.53, γ. ... διαλεκτικόν Plu.2.1119d, γυμνάσματα λόγου M.Ant.10.31, τὰ παραδεδομένα γυμνάσματα los manuales de retórica tradicionales Theo Prog.59.18.

Greek Monolingual

το (AM γύμνασμα) γυμνάζω
σωματική ή πνευματική άσκηση.

Russian (Dvoretsky)

γύμνασμα: ατος τό упражнение, состязание (Luc.; перен. γ. διαλεκτικόν Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γύμνασμα -ατος, τό [γυμνάζω] gymnastiekoefening.