ατος, τό, Delph., A = δέρμα, Michel995D35 (ca.400 B.C.).
v. δέρμα.
(I)το δέρωδαρμός.(II)δάρμα, το (Α)δέρμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Δελφικός τ. αντί του δέρμα].