δίαλμα
English (LSJ)
ατος, τό, as gymnastic term, A = ἅλμα, Sch.Pi.O.13.39.
German (Pape)
[Seite 587] τό, Sprung hinüber, Schol. Pind. Ol. 13. 39.
Greek (Liddell-Scott)
δίαλμα: τό, ὡς γυμναστικός ὅρος ἅλμα, Σχόλ. Πινδ. Ο. 13. 39.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
deport. salto πένταθλόν ἐστι πυγμή, πάλη, δ., δίσκος καὶ δίφρος Steph.in Rh.271.18, cf. Sch.Pi.O.13.39 Böckh, App.Anth.4.99.2.