γυμναστικός

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυμνᾰστικός Medium diacritics: γυμναστικός Low diacritics: γυμναστικός Capitals: ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: gymnastikós Transliteration B: gymnastikos Transliteration C: gymnastikos Beta Code: gumnastiko/s

English (LSJ)

γυμναστική, γυμναστικόν,
A fond of athletic exercises, skilled in them, Hp.Aph.1.3; γ. ἢ ἰατρός Pl. Prt.313d: Comp., Philostr.Gym.35: Sup., ib.ΙΙ; of the gymnastic master (opp. παιδοτρίβης, q.v.), Arist.Pol.1288b18; γυμναστικὴ [θεραπεία] Pl. Grg.464b: ἡ γυμναστική (with or without τέχνη), gymnastics, Id.Smp.187a, etc. Adv. γυμναστικῶς Ar.V.1212.
II γυμναστικὸν λῆμμα (opp. ῥητορικόν) suited for dialectical discussion, Stoic.2.76. Adv. γυμναστικῶς = by means of testing, gymnastically, like an athlete, in the manner of the athletes, Simp.in Ph.139.3.

Spanish (DGE)

γυμναστική, γυμναστικόν
I 1de pers. que practica el ejercicio atlético, habituado al gimnasio, del gimnasio οἱ νεανίσκοι SEG 29.1201 (Lidia), (Ἀλκιβιάδης) ἐν Σπάρτῃ γ. ..., ἐν Ἰωνίᾳ χλιδανός Plu.Alc.23, φίλοι PFlor.332.7 (II d.C.)
apto para los ejercicios atléticos νῶτα Philostr.Gym.35.
2 de abstr. propio de la gimnasia o del entrenamiento νόμος Plu.2.569e, ἐνέργειαι Diog.Bab.Stoic.3.225, cf. Olymp.in Alc.83.17.
3 fig. apropiado para la discusión dialéctica λῆμμα op. ἐπιστημονικόν y ῥητορικόν Chrysipp.Stoic.2.76.
II subst.
1 ὁ γυμναστικός atleta, gimnasta ἐν τοῖσι γυμναστικοῖσιν αἱ ἐπ' ἄκρον εὐεξίαι σφαλεραί Hp.Aph.1.3, cf. Plu.2.140c, 651d, ret. en PRyl.62.14.
2 ὁ γυμναστικός = entrenador del gimnasio, preparador físico ἐὰν μή τις τύχῃ γ. ἢ ἰατρὸς ὤν Pl.Prt.313d, op. παιδοτρίβης Arist.Pol.1288b18.
3γυμναστική = cultura física, gimnástica τῆς τοῦ σώματος θεραπείας δύο μόρια λέγω, τὴν μὲν γυμναστικήν, τὴν δὲ ἰατρικήν Pl.Grg.464b, cf. Smp.187a, Arist.Pol.1288b16, ἀπέστραπτο ... κομμωτικὴν ἡ γυμναστικήν Luc.Hist.Consc.40, ἡ δὲ γυμναστικὴ τὴν παροῦσαν (ὑγίειαν) ἐφύλαττε Olymp.in Grg.4.7, cf. Luc.Hist.Consc.35, Aristid.Quint.1.23, Sch.S.Ant.365P., περὶ γυμναστικῆς tít. de una obra de Filóstrato, Philostr.Gym.tít.
4 τὸ γυμναστικόν = ejercicio espiritual εὑρήσεις δὲ ἐν τῇ θείᾳ γραφῇ μίγμα τοῦ ὡσὰν ἱστορικοῦ πρὸς τὸ γυμναστικόν Origenes Fr.74 in Io.10.31.
5 τὸ γυμναστικώτατον = la gesta atlética más sobresaliente Ἠλεῖοι στεφανοῦσι τὸ γυμναστικόν Philostr.Gym.11.
III adv. γυμναστικῶς
1 a la manera de los atletas τὰ γόνατ' ἔκτεινε καὶ γυμναστικῶς = estira las rodillas y a la manera de los atletas ... Ar.V.1212, cf. Poll.3.153.
2 propiamente de la gimnástica τὸ τέλος τῆς γυμναστικῆς λέγω εἶναι τὸ γυμναστικῶς Olymp.in Alc.75.6.
3 fig. por medio de pruebas (intelectuales) ἐφ' ἑκάτερα γυμναστικῶς ἐπιχειροῦντα Simp.in Ph.139.3
gener. como una prueba espiritual αἱ κακώσεις ... ἐπιφέρονται ... γυμναστικῶς Olymp.Iob 10 (p.136).

German (Pape)

[Seite 509] die Leibesübungen betreffend, ὁ γ., in denselben geübt, = γυμναστής, Plat. Prot. 313 d; γυμναστική, die Gymnastik, Turnkunst, Soph. 228 e u. öfter. – Adv. γυμναστικῶς, Ar. Vesp. 1212.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les exercices du corps.
Étymologie: γυμνάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυμναστικός -ή -όν [γυμναστής] met betrekking tot lichamelijke oefening; ἡ γυμναστική (τέχνη) gymnastiek. bedreven in gymnastiek; atletisch.

Russian (Dvoretsky)

γυμναστικός:
1 гимнастический (θεραπεία τοῦ σώματος Plat.);
2 занимающийся гимнастическими упражнениями, искусный в гимнастике (γ. καὶ εὐτελής Plut.);
3 упражняющий, развивающий (οἱ ἐριστικοὶ λόγοι γυμναστικοί εἰσιν Arst.).
II ὁ Plat., Arst. = γυμναστής.

Greek Monotonic

γυμνᾰστικός: -ή, -όν (γυμνάζω), οπαδός, λάτρης των αθλητικών ασκήσεων, αυτός που είναι έμπειρος σε αυτές, σε Πλάτ.· ἡ γυμναστικὴ (με ή χωρίς το τέχνη), γυμναστική, στον ίδ.· επίρρ. -κῶς, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

γυμναστικός: -ή, -όν, ὁ σφόδρα ἐφιέμενος τῶν γυμναστικῶν ἀσκήσεων, ὁ ἐν αὐταῖς ἔμπειρος καὶ ἐξέχων, Ἱππ. Ἀφ. 1242, Πλάτ. Πρωτ. 313D· ὁ ἀνήκων εἰς τὸν διδάσκαλον τῆς γυμναστικῆς, Ἀριστ. Πολ. 4. 1, 2·- γ. θεραπεία Πλάτ. γοργ. 464Β· καὶ ἡ γυμναστικὴ (μετὰ ἢ ἄνευ τοῦ τέχνη), ἡ γυμναστική, ὡς παρ᾿ ἡμῖν, ὁ αὐτ. Συμπ. 186Ε, κτλ.- Ἐπίρρ.-κῶς Ἀριστοφ. Σφηξ. 1212.

Middle Liddell

γυμνάζω
fond of athletic exercises, skilled in them, Plat.: ἡ -κή (with or without τέχνη), gymnastics, Plat.:—adv. -κῶς, Ar.