δίομβρος

Revision as of 21:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ον, A wet through, Arist.Pr.870b25; rainy, χώρα Ath.Med. ap. Orib.9.12.13.

German (Pape)

[Seite 634] vom Regen durchnäßt, Arist. Probl. 2, 41.

Greek (Liddell-Scott)

δίομβρος: -ον, κάθυγρος ὑπὸ τοῦ ὄμβρου, Ἀριστ. Προβλ. 2. 41.

Spanish (DGE)

-ον
empapado, calado σὰρξ δ. γενομένη Arist.Pr.870b25, χώραι Ath.Med. en Orib.9.12.13.

Greek Monolingual

δίομβρος, -ον (Α) όμβρος
1. βρεγμένος από τη βροχή
2. βροχερός.

Russian (Dvoretsky)

δίομβρος: промокший (словно) от дождя (σάρξ Arst.).