γυναικόφωνος

Revision as of 21:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ον, A 'speaking small like a woman', Ar.Th.192.

German (Pape)

[Seite 511] mit weibischer Stimme, Ar. Th. 192.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικόφωνος: -ον, ἔχων φωνὴν ἁπαλὴν καὶ λεπτὴν ὥσπερ γυνή, Ἀριστοφ. Θεσμ. 192.

Spanish (DGE)

(γῠναικόφωνος) -ον
de voz de mujer σὺ δ' εὐπρόσωπος ... γ., ἁπαλός Ar.Th.192, cf. Poll.2.111, 4.114.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM γυναικόφωνος, -ον)
αυτός που έχει γυναικεία φωνή.

Russian (Dvoretsky)

γυναικόφωνος: говорящий женским голосом Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυναικόφωνος -ον [γυνή, φωνή] met een vrouwenstem.

English (Woodhouse)

woman voiced