δίσκηπτρος

Revision as of 21:18, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ον, A two-sceptred, τιμή, of the Atridae, A.Ag.43 (anap.).

German (Pape)

[Seite 642] τιμή, zwei Reiche beherrschend, von den Atriden, Aesch. Ag. 43.

Greek (Liddell-Scott)

δίσκηπτρος: -ον, δύο σκῆπτρα ἔχων· ἐπὶ τῶν Ἀτρειδῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 43· πρβλ. δίθρονος, δικρατής.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au double sceptre.
Étymologie: δίς, σκῆπτρον.

Spanish (DGE)

-ον de doble cetro, δίθρονος ... καὶ δ. τιμή A.A.42.

Greek Monolingual

δίσκηπτρος, -ον (Α)
δίθρονος, δικρατής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + σκήπτρον].

Greek Monotonic

δίσκηπτρος: -ον (σκῆπτρον), αυτός που έχει δύο σκήπτρα, δίθρονος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δίσκηπτρος: двускипетрный (τιμὴ Ἀτρείδαιν Aesch.).

Middle Liddell

δί-σκηπτρος, ον adj σκῆπτρον
two-sceptred, Aesch.