δεδοικότως
English (LSJ)
Adv. part. pf. of δείδω, A = δεδιότως, Ruf.Interrog.2, Philostr.VA4.20.
German (Pape)
[Seite 534] furchtsam, Philostr. v. Apoll. 4, 20.
Greek (Liddell-Scott)
δεδοικότως: ἐπιρρ. μετοχ.πρκμ. τοῦ δείδω,Φιλόστρ. 157.
Spanish (DGE)
adv. sobre part. perf. act. de δείδω medrosamente Ruf.Interrog.1, Philostr.VA 4.20.
Greek Monolingual
δεδοικότως (Α)
επίρρ. με φόβο, φοβισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. δεδοικώς του παρακμ. δέδοικα του δείδω (πρβλ. δεδιότως)].