δεδοικότως

Revision as of 21:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

Adv. part. pf. of δείδω, A = δεδιότως, Ruf.Interrog.2, Philostr.VA4.20.

German (Pape)

[Seite 534] furchtsam, Philostr. v. Apoll. 4, 20.

Greek (Liddell-Scott)

δεδοικότως: ἐπιρρ. μετοχ.πρκμ. τοῦ δείδω,Φιλόστρ. 157.

Spanish (DGE)

adv. sobre part. perf. act. de δείδω medrosamente Ruf.Interrog.1, Philostr.VA 4.20.

Greek Monolingual

δεδοικότως (Α)
επίρρ. με φόβο, φοβισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. δεδοικώς του παρακμ. δέδοικα του δείδω (πρβλ. δεδιότως)].