δέδοικα

From LSJ

ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness

Source

German (Pape)

[Seite 534] p. δείδοικα, s. δείδω.

French (Bailly abrégé)

v. δείδω.

Greek Monotonic

δέδοικα: Επικ. παρακ. του δείδω.
δέδοικα: παρακ. του δείδω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δέδοικα indic. perf. act. van*δίω.