δέδοικα Search Google

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source

German (Pape)

[Seite 534] p. δείδοικα, s. δείδω.

French (Bailly abrégé)

v. δείδω.

Greek Monotonic

δέδοικα: Επικ. παρακ. του δείδω.
δέδοικα: παρακ. του δείδω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δέδοικα indic. perf. act. van*δίω.