δίζυγος

Revision as of 21:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ον, A = δίζυξ, μέλος, οὐρή, Nonn.D.15.55, 39.330.

Spanish (DGE)

(δίζῠγος) -ον
doble δίζυγον ... μέλος χαλκόκροτον Nonn.D.15.55, ἰχθύος ... δ. οὐρή Nonn.D.39.330.

Greek Monolingual

-ο (AM δίζυγος, -ον)
διπλός
νεοελλ.
1. αυτός που έχει δύο ζυγούς
2. «δίζυγον πυρ» — πυρά που εκτελούνται από στρατιώτες παρατεταγμένους σε δυο σειρές
3. το ουδ. ως ουσ. το δίζυγο.