δίζυγο

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250

Greek Monolingual

το
1. εξώστης πάνω στο μεγάλο επιστύλιο τών ιστιοφόρων πλοίων
2. γυμναστικό όργανο με δύο κατακόρυφους στύλους και δύο οριζόντιες δοκούς.