Κάρβας

Revision as of 21:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

English (LSJ)

name in Cyrene for the wind Εὖρος, Arist.Vent.973b4 (ἀπὸ τῶν Καρβανῶν τῶν κατὰ φοινίκην): Phoenician word, acc. to Thphr.Vent.62.

Greek Monolingual

Κάρβας, ὁ (Α)
ονομ. του ανατολικού ανέμου, του Εύρου, στην Κυρήνη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Δάνεια λ. φοινικικής προελεύσεως, συγγενής πιθ. με τα καρβάν, κάρβανος.

Russian (Dvoretsky)

Κάρβας: ου ὁ карбас (киренское название восточного ветра) Arst.