καρβάν
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
German (Pape)
[Seite 1325] ᾶνος, ὁ, Arcad. p. 8, 10, = κάρβανος; nach den Alten von Κάρ, οἱ ἔχοντες Καρὸς βοήν, = βάρβαρος, ausländisch; Aesch. αὐδά, Suppl. 122, χείρ, Ag. 1031; κάρβανος ὢν δ' Ἕλλησιν ἐγχλίεις ἄγαν Suppl. 914; Lycophr. 605. 1387.
French (Bailly abrégé)
ᾶνος (ὁ, ἡ)
c. κάρβανος.
Greek Monolingual
καρβάν, -ᾱνος, ὁ, ἡ (Α)
κάρβανος, βαρβαρικός, ξενικός («καρβᾱνα δ' αὐδὰν εὖ, γᾱ, κοννεῖς;» — τη βάρβαρη φωνή μου, γη, τήν καταλαβαίνεις καλά; Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αβέβαιης προελεύσεως. Πιθ. < αιγυπτ. τοπωνύμιο Qarvana. Κατ' άλλους, πρόκειται για εβρ. λ. (σημ. «προσφορά»), που οι Φοίνικες έμποροι χρησιμοποίησαν ως σκωπτικό παρατσούκλι και από τους οποίους οι Έλληνες τήν πήραν με σημασία «βαρβαρικός». Αν η άποψη αυτή ευσταθεί, τότε η Ελληνική δανείστηκε την ίδια εβρ. λ. και για δεύτερη φορά, στην ΚΔ, με την πραγματική της σημ. «προσφορά» και τη μορφή κορβάν].
Russian (Dvoretsky)
καρβάν: ᾶνος ὁ Aesch. = κάρβανος II.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρβάν -ᾶνος en κάρβανος -ον vreemd, buitenlands:. καρβᾶνα αὐδάν buitenlandse spraak Aeschl. Suppl. 118.
Frisk Etymological English
Grammatical information: ?
Meaning: outlandish, foreign;
Other forms: acc. -ᾶνα (A. Supp. 129 [lyr.], H.), κάρβανος (A., Lyc.)
Derivatives: καρβάζειν, καρβαΐζειν, καρβανίζειν = βαρβαρίζειν H.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Orient.
Etymology: Unknown. After Kretschmer Glotta 31, 250 from the place Qarbana (= Herakleion) in Egypt. Hommel Philol. 98, 132ff.: καρβάν = Hebr. identical with newtest. κορβάν, prop. sacr. gift, which became a surname for Phoenician merchants; hardly convincing, s. E. Masson, Emprunts sémit. 107. Perh. there is a relation with the name of the east-wind in Cyrene Κάρβας; Arist. Vent. 973b has: ἀπὸ τῶν Καρβανῶν τῶν κατὰ Φοινίκην. Phoen. acc. to Thphr. Vent. 62. Neumann, Heth. u. luw. Sprachgut 92f. from Hitt. kuriu̯ana-independent.
Frisk Etymology German
καρβάν: {karbán}
Forms: Akk. -ᾶνα (A. Supp. 129 [lyr.], H.), κάρβανος (A., Lyk.)
Meaning: ausländisch, fremd;
Derivative: davon καρβάζειν, καρβαΐζειν, καρβανίζειν = βαρβαρίζειν H.
Etymology : Erklärung strittig. Nach Kretschmer Glotta 31, 250 (m. weiterer Lit.) von dem Ort Qarbana (= Herakleion) in Ägypten, von dem aus vermutlich die von den Ägyptern kriegsgefangenen Danaer nach dem Peloponnes flüchteten. Ganz anders Hommel Philol. 98, 132ff.: καρβάν = hebr. neutest. κορβάν, eig. Opfergabe, das als angeblicher Spitzname auf phönikische Kaufleute bezogen wäre; die dafür gegebene semantische Begründung ist kaum überzeugend.
Page 1,786