γοήτευσις
English (LSJ)
εως, ἡ, A sorcery, Plot.4.4.43.
German (Pape)
[Seite 500] ἡ, Trug, Zauberei; ψυχὴ ἀπαθὴς εἰς γοήτευσιν Plotin. a. a. O. p. 235.
Greek (Liddell-Scott)
γοήτευσις: ἡ, ἀπάτη, ἀγυρτεία, Πλωτῖν. (Villois. Anecd. 2, 235).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
fascinación, hechizo τῇ ψυχῇ ἀπαθὴς εἰς γοήτευσιν Plot.4.4.43.