Φαληριώτης

Revision as of 21:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Greek Monolingual

ο, θηλ. Φαληριώτισσα, Ν
ο κάτοικος του Φαλήρου ή αυτός που κατάγεται από το Φάληρο («...σουρωμένος θά 'ρθω πάλι... Φαληριώτισσα γλυκιά...», λαϊκ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Φάληρο + κατάλ. -ιώτης (πρβλ. Βολ-ιώτης)].