άπωθεν

Revision as of 22:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἄπωθεν επίρρ. (Α)
1. από μακριά ή μακριά
2. μακριά από κάποιον ή κάτι
3. οἱ ἄπωθεν
οι ξένοι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < από. Το ω του τύπου εξηγείται κατ' αναλογία είτε προς το πόρρωθεν είτε προς τα απωτέρω, απωτάτω, που χρησιμοποιούνται ως συγκριτικός και υπερθετικός αντιστοίχως του άπωθεν].