έχει

Revision as of 22:05, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Μ ἔχει)
1. περιουσία
2. πλούτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άκλιτος τύπος που προήλθε από το απρμφ. ενεστ. έχειν του ρ. έχω (I) (με σίγηση του ληκτικού -ν)
πρβλ. το φιλί, ορθότ. το φιλεί < φιλεῖν].