αΐδιος

Revision as of 22:05, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀίδιος, -ον (Α)
1. αιώνιος, ακατάλυτος, αδιάκοπος, συνεχής
2. φρ. «ἀίδιος οὐσία», η αιωνιότητα
3. (επιρρ. φρ.) «ἐς ἀίδιον», για πάντα, επ’ άπειρον.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < -ίδιος < ἀεί.
ΠΑΡ. αρχ. ἀιδιότης, ἀιδιάζω].