ο (ΑΜ ἴντυβος, Α και ἴντουβος)βοτ. το αντίδι, είδος φυτού του γένους κιχώριο.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. ίντυβος (ή ίντυβο ή έντυβον) αποτελεί δάνεια λ. από τη λατ. intubus, που κι αυτή πρέπει να είναι δάνειο από κάποια σημιτική γλώσσα].