αδεισιδαίμων
Greek Monolingual
(-ονος), -ον (Α ἀδεισιδαίμων)
αυτός που δεν κατέχεται από δεισιδαιμονία, ο ελεύθερος από δεισιδαιμονίες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητικό + δεισιδαίμων.
ΠΑΡ. αδεισιδαιμονία].
(-ονος), -ον (Α ἀδεισιδαίμων)
αυτός που δεν κατέχεται από δεισιδαιμονία, ο ελεύθερος από δεισιδαιμονίες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητικό + δεισιδαίμων.
ΠΑΡ. αδεισιδαιμονία].