αγριέλι

Revision as of 22:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και αγρέλι και αγρίλι, το
1. η αγριελιά
2. ήμερη ελιά μικρής ηλικίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. ουσ. ἀγριέλαιος
το αγρέλι < ἀγρέλαιος < ἀγρέλος
το αγρίλι < ἀγρίλαιος < ἀγρίλος].