αγρέλι

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Greek Monolingual

το
ο βλαστός της αγρελιάς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μσν. ἀγρέλλιον.
ΠΑΡ. αγρελιά].