ο, η (θηλ. και -ούχα)1. αυτός που βρίσκεται σε άδεια, που απουσιάζει νόμιμα από την εργασία ή την υπηρεσία του2. που έχει άδεια για την άσκηση κάποιου επαγγέλματος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άδεια + -ούχος < έχω].