αδειούχος

Revision as of 22:32, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, η (θηλ. και -ούχα)
1. αυτός που βρίσκεται σε άδεια, που απουσιάζει νόμιμα από την εργασία ή την υπηρεσία του
2. που έχει άδεια για την άσκηση κάποιου επαγγέλματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άδεια + -ούχος < έχω].