αιθερόπλαστος

Revision as of 22:39, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
ο πλασμένος όπως ο αιθέρας, αιθέριος, λεπτεπίλεπτος, άυλος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αιθέρας + πλαστός < πλάσσω
η λ. απαντά αρχικά στους: Δ. Νικολάου, Χρ. Γρηγορά (1868) και στον Δ. Βικέλα].