ακομπανιάρω

Revision as of 22:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

συνοδεύω με μουσικό όργανο άλλο όργανο ή κάποιον που τραγουδά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιταλ. accompagnare «συνοδεύω».
ΠΑΡ. ακομπανιάριστος, ακομπανιάρισμα].