ακανθοπλήξ

Revision as of 22:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀκανθοπλὴξ (-ῆγος), ο, η (Α)
ο τραυματισμένος από αγκάθι ψαριού (Ὀδυσσεὺς ἀκανθοπλήξ
τίτλος χαμένου δράματος του Σοφοκλή).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκανθα + -πλὴξ < πλήττω].