ακροθαλασσιά

Revision as of 23:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ακροθάλασσα, η
η άκρη της θάλασσας κοντά στη στεριά ή η άκρη της στεριάς που βρέχεται από τη θάλασσα, ακρογιαλιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρο- (Ι) + θάλασσα
ο μεταπλασμός αναλογικά προς τη λ. ακρογιαλιά.
ΠΑΡ. ακροθαλασσινός, ακροθαλάσσιος, ακροθαλασσίτης].