αλάθητο

Revision as of 23:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
η ιδιότητα ή η ικανότητα κάποιου να μη διαπράττει σφάλματα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ουδ. του επιθέτου αλάθητος με χρήση ουσιαστικού].