αλεξιβρόχιο

Revision as of 23:05, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
ομπρέλα χρήσιμη για την προφύλαξη από τη βροχή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεξι- + βροχή
Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. parapluie < para- (στοιχείο που εκφράζει την έννοια της προστασίας, της προφυλάξεως) «εμποδίζω, προφυλάσσω από» + pluie «βροχή»].