αλεώριο

Revision as of 23:12, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το Ναυτ.
χαρακτηριστικό σημάδι σε επικίνδυνα αβαθή μέρη ή υφάλους. Ο όρος δεν χρησιμοποιείται πια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. ἀλεωρή «αποφυγή, μέσον αποφυγής». Απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. balise].