ἀλεωρή
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
Att. ἀλεωρά, ἡ, (ἀλέομαι)
A escape, Il.24.216; ἀ. τινα εὑρέσθαι Hdt.9.6.
2 place of shelter, Opp.H. 1.790.
3 c. gen., defence or shelter from, δηΐων ἀνδρῶν ἀλεωρή, of palisade, Il.12.57; of breastplate, 15.533; σκευὴν βελέων ἀλεωρή (mock heroic) Ar.V.615; τὴν περὶ τὸ σῶμα ἀλεωρήν Arist.PA687a29; of an animal's shell, etc., ib.679b28, cf. HA488b10; τῆς περὶ τοὺς ἱέρακας ἕνεκα ἀλεωρής ib.613b11; ἀλεωρήν παρέχειν, ἀλεωρήν ποιεῖν, Hp. Praec.7,D.S.3.34.
German (Pape)
[Seite 94] ἡ, das Ausweichen (ἀλέασθαι, ἀλέη); Abwehr, Schutzwehr; Hom. dreimal, als Versende, δηίων ἀνδρῶν ἀλεωρήν Iliad. 12, 57 von Schanzpfählen, 15, 583 von einem Harnisch; 24, 216 οὔτε φόβου μεμνῃμένον οὔτ' ἀλεωρῆς, Vermeiden des Kampfes; Ar. Vesp. 615 βελῶν ἀλ.; λιμοῦ Hes. O. 402; κακῶν ἄκος οὐδ' ἀλ. Opp. H. 2, 271 u. a. D. In Prosa, Her. 9, 6; Hülfe, Arist. H. A. 1, 1, 14; Partt. anim. 4, 10 steht ἀλεώραν (acc.), wie τῆς ἀλεώρας H. A. 9, 8, wo drei mss. Bekk. ἀλεωρῆς haben.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
1 action d'échapper;
2 moyen d'échapper à, moyen de défense contre, gén..
Étymologie: p. *ἀλεϜωρά ; cf. ἀλεύω.
Spanish (DGE)
ἀλεωρά, -ᾶς, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀλεωρή Il.12.57, A.R.1.694, Opp.H.1.790; acent. ἀλεώρα Arist.GA 754b8
• Prosodia: [ᾰ-]
1 defensa, protección, abrigo, refugio c. gen. obj. δηΐων ἀνδρῶν Il.l.c., 15.533, λιμοῦ Hes.Op.404, βελέων Ar.V.615, οἴχετ' ἦμιν ἠ ἀλεωρὴ τῆς πόλιος se nos ha ido la protección de la ciudad Herod.2.25
•c. dat. τὸ ὄστρακον τοῖς ᾠοῖς ἀ. Arist.GA 754b8
•c. otras constr. περὶ τὸ σῶμα ἀλεωρά Arist.PA 687a30, περὶ τοὺς ἱέρακας Arist.HA 613b11
•abs. A.R.4.1045, Opp.H.1.790, ἀλεωρὰν παρέχειν Hp.Praec.7, cf. D.S.3.34.
2 escapatoria, fuga οὔτε φόβου μεμνημένον οὔτ' ἀλεωρῆς Il.24.216, οὔτι κακῶν ἄκος οὔτ' ἀ. Opp.H.2.271, ὡς καὶ αὐτοί τινα ἀλεωρὴν εὑρήσονται Hdt.9.6, cf. I.AI 18.147.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεωρή: Ἀττ. -ρά, ἡ, (ἀλέομαι) ἀποφυγή, διαφυγή, Ἰλ. Ω. 216˙ ἀλ. τινὰ εὑρέσθαι, ἀποφυγήν, ἀπαλλαγήν, Ἡρόδ. 9. 6. 2) μ. γεν., μέσον ἀποφυγῆς, καταφύγιον ἢ σκέπη καὶ ὑπεράσπισις ἀπό τινος, δηΐων ἀνδρῶν ἀλ., περὶ χαρακώματος, Ἰλ. Μ. 57˙ περὶ θώρακος, Ο. 533˙ σκευὴν βελέων ἀλ. (παιγνιώδης ἀπομίμησις ἡρωϊκοῦ στίχου), Ἀριστοφ. Σφ. 613˙ ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἀριστ., τὴν περὶ τὸ σῶμα ἀλ., περὶ πανοπλίας, Μορ. Ζ. 4. 10, 23˙ πρβλ. 4. 5. 23, Ἱ. Ζ. 1. 1, 31., 9. 8, 1, κτλ.
English (Autenrieth)
(ἀλέομαι): shunning, escape, means of shunning or defending against, τινός.
Greek Monolingual
ἀλεωρή, η (Α) (ο τύπος ιωνικός
στην αττική διάλεκτο ἀλεωρά)
1. αποφυγή, διαφυγή
2. το μέσον διαφυγής ή αποφυγής, προστασία, άμυνα, υπεράσπιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνήθως η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. ἀλεF-ωλή (< θ. του ρήμ. ἀλέομαι), απ’ όπου προήλθε με ανομοίωση.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλεώριο].
Greek Monotonic
ἀλεωρή: Αττ. -ρά, ἡ (ἀλέομαι),
1. αποφυγή, διαφυγή, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
2. με γεν., μέσο, τρόπος αποφυγής, οχύρωμα ή καταφύγιο από, δηΐων ἀνδρῶν, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., χαράκωμα, αμυντικό έργο, στο ίδ., σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἀλέομαι
1. avoidance, escape, Il., Hdt.
2. c. gen. a means of avoiding, a defence or shelter from δηΐων ἀνδρῶν Il.: absol. a defence, Il., Hdt.