αμαξάδα

Revision as of 23:22, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. διαδρομή επάνω σε άμαξα, περίπατος με άμαξα
2. (συνήθ. ως επίρρ.) επάνω σε άμαξα, με άμαξα
«πήγαμε κι ήρθαμε αμαξάδα».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμαξα + παραγ. κατάλ. -άδα].