η1. διαδρομή επάνω σε άμαξα, περίπατος με άμαξα2. (συνήθ. ως επίρρ.) επάνω σε άμαξα, με άμαξα«πήγαμε κι ήρθαμε αμαξάδα».[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμαξα + παραγ. κατάλ. -άδα].