-ή, -ό (Εμβρυολ.-Ανατ.)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο άμνιο.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < αρχ. ἀμνίον («ο εσώτατος υμένας που περιβάλλει το έμβρυο κατά την κύηση», πρβλ. άμνιο), πρβλ. αγγλ. amniac].