αμνιακός

Revision as of 23:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (Εμβρυολ.-Ανατ.)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο άμνιο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < αρχ. ἀμνίον («ο εσώτατος υμένας που περιβάλλει το έμβρυο κατά την κύηση», πρβλ. άμνιο), πρβλ. αγγλ. amniac].