εσώτατος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἐσώτατος, ἐσωτάτη, -ον)
αυτός που βρίσκεται πιο μέσα απ' όλους, ο ενδότατος, ο μύχιος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εσώτατο
α) το εσώτερο, το βαθύτερο μέρος
β) (φιλοσ.) καθετί που ανήκει αποκλειστικά στο άτομο ή στη φύση.
επίρρ...
εσώτατα (Α ἐσωτάτω)
ενδότατα, μέσα μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + -τατος, κατάλ. υπερθ. βαθμού (πρβλ. ανώτατος, εξώτατος)].