εσώτατος
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἐσώτατος, ἐσωτάτη, -ον)
αυτός που βρίσκεται πιο μέσα απ' όλους, ο ενδότατος, ο μύχιος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εσώτατο
α) το εσώτερο, το βαθύτερο μέρος
β) (φιλοσ.) καθετί που ανήκει αποκλειστικά στο άτομο ή στη φύση.
επίρρ...
εσώτατα (Α ἐσωτάτω)
ενδότατα, μέσα μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + -τατος, κατάλ. υπερθ. βαθμού (πρβλ. ανώτατος, εξώτατος)].