άμνιο
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Greek Monolingual
το (AM ἀμνίον Ι)
ο εσώτατος υμένας που περιβάλλει το έμβρυο κατά την κύηση
αρχ.
είδος αγγείου όπου τοποθετούσαν το αίμα τών σφαγίων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πιθ. < ἄμων παραγ. επίθ. του ἀμῶμαι].[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμων < ἀμάω-άομαι «μαζεύω, συγκεντρώνω»
ΠΑΡ. νεοελλ. αμνιακός, αμνιίτιδα (ις), αμνιογραφία, αμνιόρροια, αμνιωτά, αμνιωτικός].