αμφίγνωμος
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο γνώμες, δίγνωμος, διστακτικός, αμφιταλαντευόμενος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -γνωμος < γνώμη].
-η, -ο
αυτός που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο γνώμες, δίγνωμος, διστακτικός, αμφιταλαντευόμενος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -γνωμος < γνώμη].